φαινυλαιθυλένιο

φαινυλαιθυλένιο
το, Ν
χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης στυρόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylethylene < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ethylene (βλ. αιθυλένιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στυρόλιο — το, Ν χημ. οργανική ένωση, ακόρεστος υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως βινυλοβενζόλιο ή φαινυλαιθυλένιο, αλλ. στυρένιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”